καλάμι

καλάμι
Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3-6 εκ. και ύψους 3-7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται –από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο– ταξιανθία φόβη, πλατιά και πυκνή, η οποία αποτελείται από σταχύδια με 3-4 άνθη και λέπυρα με τραχιά τρόπιδα· τα φύλλα του είναι πλατιά (23 εκ.), γλαυκοπράσινα. Είναι αυτοφυές σε όλη την Ελλάδα κοντά σε ποτάμια, ρυάκια και λίμνες και σχηματίζει συχνά πυκνούς καλαμώνες. Είναι γνωστό από την αρχαιότητα με την ίδια περίπου ονομασία (κάλαμος). Το συγγενές είδος αρούνδος ο πλiνειος έχει βλαστούς πιο λεπτούς και πιο κοντούς από το προηγούμενο. Τα κ. είναι πολύ χρήσιμα, είτε φυτεμένα στις άκρες των κτημάτων, όπου σχηματίζουν πυκνούς ανεμοθραύστες, είτε αποξηραμένα, οπότε χρησιμοποιούνται για το ψάρεμα, τη στήριξη καλλιεργούμενων φυτών, την κατασκευή οροφών και χωρισμάτων στα αγροτικά σπίτια, καλαμωτών για ξήρανση καρπών, καθώς επίσης στην πλεκτική χρήσιμων αντικειμένων (καλάθια, κοφίνια, τελάρα, κλπ.). άγριοκ. Η επιστημονική του ονομασία είναι σόργο το χαλέπιο και ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών. Είναι φυτό πολυετές με καλάμι ισχυρό, όρθιο, ύψους 0,40-1,80 μ. και με παχύ ρίζωμα, που έρπει. Ανθεί από τον Ιούνιο έως τον Αύγουστο. Φυτρώνει σε γόνιμα και υγρά χωράφια, από την παραλία μέχρι τις ορεινές περιοχές, στη Θεσσαλία, στην Πελοπόννησο, στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου, στη Μακεδονία και στη Θράκη. Οι ρίζες του έχουν καθαρτικές ιδιότητες, ενώ τα σπέρματά του διουρητικές. Το χόρτο των νεαρών φυτών ή τα καχεκτικά φυτά που φυτρώνουν σε ξερά εδάφη είναι επιβλαβή στα ζώα και κυρίως στα βοοειδή. Άγριο κ. είναι και το φυτό καλαμάγρωστις η επίγειος, της οικογένειας των αγρωστωδών, πολυετής πόα, με ρίζωμα μακρύ που έρπει και καλάμι σκληρό, όρθιο, ύψους 0,50-1,20 μ. Έχει φύλλα επίπεδα και φυτρώνει στις όχθες των ποταμών ή στα δάση, σε υγρούς, ορεινούς τόπους των βουνών της Πελοποννήσου και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ένα άλλο άγριο κ. είναι ο φραγμίτης ο κοινός που ανήκει στην ίδια οικογένεια. Καλάμι του είδους αρούνδος ο πλίνειος, που φτάνει σε ύψος τα 7 μέτρα. Τα καλάμια αυτά, πολύ ευλύγιστα, χρησιμοποιούνται στην καλαθοπλεκτική.
* * *
το (Μ καλάμι(ν)
1. το φυτό κάλαμος ο κοινός, με λεπτό, κυλινδρικό, ξυλώδες και ψηλό στέλεχος
2. αλιευτικό όργανο από μακρύ καλάμι που στην άκρη του έχει ορμιά με αγκρίστρια, κν. καλαμίδι
3. το πρόσθιο οστό τής κνήμης, αντικνήμι
4. (ως μονάδα κατά προσέγγιση μετρήσεως μήκους) όσο εκτείνεται ένα καλάμι («ο ήλιος ανέβηκε ένα καλάμι από την κορφή τού βουνού».
νεοελλ.
1. το στέλεχος τού σταχιού, ιδίως αυτό που μένει στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά
2. το πηνίο γύρω από το οποίο περιτυλίγεται το νήμα, αλλ. μασούρι
3. φρ. μτφ. «καβαλάω το καλάμι» — υπερεκτιμώ τις ικανότητές μου, φέρομαι υπεροπτικά
νεοελλ.-μσν.
φλογέρα από καλάμι
μσν.
1. καλαμιώνας
2. βραχίονας λυχνίας
3. κύλιξ, ποτήρι
4. ποιμενική ράβδος, (α)γκλίτσα
5. φρ. α) «καλάμιν τοῡ ζαχάριτος» — ζαχαροκάλαμο
β) «καλάμι μυρωδικό» — ράβδος από ναστοκάλαμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμ-ιον, υποκορ. τού κάλαμος.
ΠΑΡ. μσν. καλαμερόν, καλαμεύγω
μσν.- νεοελλ.
καλαμίδι, καλαμωτός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν.-νεοελλ. καλαμοκάνι
νεοελλ.
καλαμοβύζω, καλαμογραφώ, καλαμοδόχη, καλαμοπόδαρος, καλαμοσίταρο, καλαμόσπιτο, καλαμόσχοινο, καλαμοτομώ. Βλ. και λ. καλάμη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλάμι — το το φυτό καλάμι: Η περιοχή αυτή είναι γεμάτη καλάμια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλαμίτιδος — καλαμί̱τιδος , καλαμῖτις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …   Dictionary of Greek

  • φλογέρα — (Μουσ.). Πνευστό μουσικό όργανο, των βοσκών κυρίως, διαδεδομένο σε όλους τους λαούς από τα αρχαία χρόνια. Στην αρχαία Ελλάδα το συναντούμε ως αυλό, σε διάφορους τύπους και ονομασίες. Κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο αναφέρεται όπως και κατά την… …   Dictionary of Greek

  • αγριάδα — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστά τέσσερα είδη φυτών. Τα φυτά αυτά, που ανήκουν στην οικογένεια των αγρωστιδών, λέγονται επιστημονικά αγρόπτερο το έρπον, κυνόδους ο δάκτυλος, πυνικό το έρπον και δακτυλοπόα η αιμάσσουσα διγιταρία η αιματώδης. Το… …   Dictionary of Greek

  • δόναξ — ( ακος), ο (AM δόναξ Α και δοῡναξ και δῶναξ) 1. καλάμι, βλαστός, στέλεχος φυτού, κοτσάνι 2. οστρακόδερμο με οδοντωτά εσωτερικά χείλη νεοελλ. κόσμημα τών ραβδώσεων τών κιόνων και των παραστάδων σε σχήμα ημικυκλικής ράβδου αρχ. 1. κρεβάτι από… …   Dictionary of Greek

  • ηλακάτη — η (AM ἠλακάτη και ἠλεκάτη, Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. ἀλακάτα) 1. επιμήκης ράβδος στο άκρο τής οποίας προσδένεται η τούφα τού μαλλιού ή τού βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η ρόκα 2. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν… …   Dictionary of Greek

  • καλαμίδι — Εργαλείο ψαράδων. Αποτελείται από ένα μακρύ, συνήθως καλαμένιο ραβδί, από τη μία άκρη του οποίου κρέμεται η ορμιά με ένα ή πολλά αγκίστρια. Τελευταία κατασκευάζονται κ. με σπαστό ραβδί μεταβλητού μήκους, από μπαμπού ή από άλλη ελαφριά και… …   Dictionary of Greek

  • καλαμαίος — καλαμαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που προέρχεται από το καλάμι ή που υπάρχει στο καλάμι τού σιταριού 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμαία είδος ακρίδας που αναπτύσσεται στο καλάμι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλαμαῑον μικρό τζιτζίκι 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”